Dictionary of Greek. 2013.
εμπλέω — ἐμπλέω και ιων. τ. ἐμπλώω και ἐνιπλώω (Α) 1. ταξιδεύω 2. επιπλέω 3. παθ. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι … Dictionary of Greek